Μια φορά και έναν καιρό, σε μία χώρα πολύ-πολύ μακρινή, βαθιά μέσα στο μαγεμένο δάσος, ζούσανε κάτι αξιαγάπητα ανθρωπάκια, τα γνωστά σε κάποιους από τα παιδικά τους χρόνια, στρουμφάκια. Τα θυμάστε; Εκείνα τα τρισχαριτωμένα μπλε ανθρωπάκια με ύψος λίγο μεγαλύτερο από την παλάμη του χεριού και με τα αστεία άσπρα καπελάκια; Ζούσανε σε ένα μικρό χωριουδάκι, από μικρά σπιτάκια, φτιαγμένα μέσα σε μανιτάρια. Στα στρουμφάκια που λέτε, άρεσε πολύ να παίζουν και να τραγουδάνε, να χορεύουν και να γελάνε, όλη την ώρα. Παρόλα αυτά το καθένα είχε και μία δουλειά, μοναδική και χρήσιμη για ολόκληρο το στρουμφοχωριό. Ο Παπαστρούμφ ήταν ο αρχηγός και διοικούσε το χωριό, ο Λιχούδης ήταν ο μάγειρας και με τις νοστιμιές του ξετρέλαινε τα στρουμφάκια, ο Ξεφτέρης ήταν ο μάστορας του χωριού και με τις εφευρέσεις του προσπαθούσε να κάνει την ζωή όλων τους ευκολότερη, ο Ραφτάκος φρόντιζε να είναι τα ρουχαλάκια τους σε καλή κατάσταση και για να μην σας τα πολυλογώ, το κάθε ένα είχε αναλάβει να κάνει μία δουλειά την ημέρα και το βραδάκι μαζεύονταν και τρώγανε όλοι μαζί, γελούσαν, τραγουδούσαν και μετά πήγαιναν για ύπνο ευτυχισμένα.
Εκείνο τον χειμώνα που λέτε, έπεσε πολύ χιόνι στο μαγεμένο δάσος αλλά και σε ολόκληρη την χώρα. Ήταν χειμώνας βαρύς και ξεκίνησε πολύ νωρίς, τόσο νωρίς που τα στρουμφάκια δεν πρόλαβαν να μαζέψουν όλα τα στρουμφόμουρα από τα δεντράκια τους, για να γεμίσουν τις αποθήκες. Το χιόνι κάλυψε το δάσος για πολλούς μήνες και τους τελείωσαν οι προμήθειες, τόσο του φαγητού όσο και των ξύλων, τα δέντρα είχαν παγώσει και τα μικρά πριονάκια τους δεν μπορούσαν να κόψουν τα παγωμένα κλαδιά, αλλά και αν έβρισκαν κάποιο κλαδάκι που δεν ήταν πολύ παγωμένο, τα χεράκια τους έτρεμαν από το κρύο και δεν μπορούσαν να δουλέψουν. Ο Παπαστρούμφ έφυγε μέσα στην χιονοθύελλα να πάει να συναντήσει την Μητέρα Φύση για να δει τι δεν πήγαινε καλά και τα φουκαριάρικα τα στρουμφάκια είχαν μαζευτεί σε λίγα σπίτια, σε όποια σπίτια οι στέγες δεν είχαν καταστραφεί από το χιόνι, περιμένοντας τον να γυρίσει. Τα κακόμοιρα, πεινούσανε και τουρτουρίζανε από το κρύο, είχανε σπάσει και τα έπιπλα για να καίει όπως-όπως το τζάκι και τρώγανε μισό φασόλι το καθένα, κάθε μέρα, για να ξεγελάνε την πείνα τους.
Ένα πρωινό ο Σπιρτούλης, που ο Παπαστρούμφ πάντα «άφηνε στο πόδι του» όποτε έφευγε, σηκώθηκε πάνω ενώ τα δοντάκια του τρίζανε από το κρύο και τους είπε «Δεν πάει άλλο, πρέπει να βρούμε φαγητό και ξύλα».
«Μα που να βρούμε;» ρώτησε η Στρουμφίτα τουρτουρίζοντας.
«Να πάμε από τους ανθρώπους και να πάρουμε»
«Μα δεν θα μας δώσουν, αυτοί θέλουν χρήματα και εμείς δεν έχουμε»
«Θα πάρουμε από τα ξωτικά που είναι γείτονες μας και έχουν πολλά χρήματα, αυτοί μπορούν να μας δανείσουν»
Έτσι λοιπόν και κάνανε. Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν αφού ο Παπαστρούμφ ήταν άφαντος και αυτά κρυώνανε και πεινούσανε; Πήγανε λοιπόν στα ξωτικά και ζήτησαν ένα μικρό δάνειο. Τα ξωτικά τους καλοδέχτηκαν και τους έδωσαν πρόθυμα το δάνειο, και μάλιστα τα διπλάσια χρήματα από ότι τους ζήτησαν αρχικά, 1000 ολόκληρα φλουριά, αλλά τους είπαν ότι έπρεπε να το ξεπληρώσουν μέχρι του χρόνου τέτοια μέρα. Τα στρουμφάκια δέχτηκαν, πήραν τα χρήματα, ευχαρίστησαν τους γείτονες τους και έκαναν να φύγουν για να πάνε στο παζάρι των ανθρώπων και να αγοράσουν ότι χρειάζονταν. Τα ξωτικά τότε τους είπαν ότι εάν θέλανε μπορούσαν να τους πουλήσουν τα ίδια, ξύλα και φαγητό και ότι στις αποθήκες τους είχαν καλύτερα και φθηνότερα πράγματα από τους ανθρώπους, άλλωστε με τέτοιο κρύο ήταν δύσκολο να πάνε στο χωριό των ανθρώπων. Ανοίξανε λοιπόν τα ξωτικά την μεγάλη αποθήκη και τα στρουμφάκια έμειναν να κοιτάνε έκπληκτα. Ήταν γεμάτη από κάθε λογής πράγματα, είχε μέσα πεντανόστιμες λιχουδιές, αναπαυτικά επιπλάκια, ζεστά ρουχαλάκια, κάθε είδους αντικείμενα χρήσιμα, διακοσμητικά, αστραφτερά, όμορφα. Πω πω, τέτοια πράγματα δεν είχαν δει ποτέ στην ζωή τους και αμέσως βάλθηκαν να τα δοκιμάζουν και να τα επεξεργάζονται όλα. Άρχισαν να αγοράζουν, «θέλω και αυτό, θέλω και εκείνο, θέλω και το άλλο» φόρτωσαν δέκα αμαξάκια που τα έσερνα από τέσσερεις λαγοί το καθένα, πήραν και ξύλα, πήραν και φαγητό, πήραν και έπιπλα, πήραν και ρούχα, πήραν και ό,τι άλλο έβλεπαν μπροστά τους. Από τα λεφτά που τους δάνεισαν τα ξωτικά, ξόδεψαν μέχρι το τελευταίο φλουρί και γύρισαν φορτωμένα στο χωριό τους.
Μετά από λίγες ημέρες γύρισε ο Παπαστρούμφ έχοντας μαζί του ένα καροτσάκι που το έσερνε ένα μικρό ποντικάκι, μέσα είχε λίγα μούρα, ίσα για να περάσουν μέχρι την άνοιξη. Η Μητέρα Φύση του είχε πει ότι θα ερχόταν σε μία εβδομάδα και αυτά τα μούρα ήταν αρκετά για να ξεγελάσουν την πείνα τους μέχρι τότε. Φτάνοντας στο στρουμφοχωριό μένει εμβρόντητος, όλα τα στρουμφάκια ήταν ντυμένα στα μεταξωτά, είχαν θρέψει από το πολύ φαγητό και κρατούσαν στα χέρια τους κάθε λογής παιχνίδια. «Μα πού τα βρήκατε όλα αυτά; Τι έγινε εδώ;» Όταν του είπανε την ιστορία τρελάθηκε, τους μάζεψε όλους και τους μάλωσε, αλλά ήταν πια αργά, δεν μπορούσε να κάνει κάτι έτσι και αλλιώς. Καθώς οι μέρες περνούσαν όλα τα στρουμφάκια παίζανε όλη μέρα, παίζανε, χορεύανε, τραγουδούσαν, διασκεδάζανε αλλά κανείς δεν δούλευε. Γιατί να δουλέψουν άλλωστε; Δεν χρειάζονταν πια να μαγειρεύουν, αφού είχαν πολύ φαγητό, ούτε να ράβουν, αφού είχαν πολλά ρούχα, ούτε να φτιάχνουν πράγματα, αφού είχαν ό,τι χρειάζονταν, έτσι όλη μέρα παίζανε. Μέχρι που ξεχάσανε πώς είναι να δουλεύουν και δεν επισκευάσανε καν όσα μανιταρόσπιτα χρησιμοποιούσανε παλιότερα για φούρνο, ραφτάδικο, συνεργείο, μύλο και κάθε είδους χρήση που είχε σχέση με δουλειά. Όλα μείνανε σπασμένα από το χιόνι του προηγούμενου χειμώνα.
Έτσι πέρασε ο καιρός μέχρι που έφτασε το φθινόπωρο. Τότε, ένα πρωινό πέρασε ένα ξωτικό για να δει τι κάνουνε και τους θύμισε ότι είχαν λίγους μήνες μπροστά τους για να επιστρέψουν τα 1000 φλουριά, «καλά διασκεδάσατε μέχρι τώρα αλλά να ξέρετε, εάν δεν μας τα δώσετε πίσω, θα έρθουμε και θα σας πάρουμε το χωριό σας». Αμάν, τι ήταν τούτο πάλι; Και αυτά; Πώς ξεχάστηκαν με το παιχνίδι τόσο καιρό; Τώρα; Κάπου έπρεπε να βρούνε χρήματα για να επιστρέψουν τα 1000 φλουριά των ξωτικών. Μαζεύτηκαν όλα και έκαναν συμβούλιο, θα στρωνόντουσαν στην δουλειά, θα πουλούσαν ό,τι φτιάχνανε και θα μάζευαν τα χρήματα που χρειάζονταν. Μα τι δουλειά να κάνουνε; Είχαν ξεχάσει πως είναι να δουλεύουν, τα εργαστήρια τους ήταν ακόμα καταστραμμένα από τον προηγούμενο χειμώνα και έπρεπε να φτιαχτούν από την αρχή. Το χειρότερο από όλα όμως ήταν ότι ακόμα και όσα από αυτά, κάτι θυμόντουσαν από τις δουλειές και μπορούσαν να φτιάξουν κάτι τις, δεν είχαν που να το πουλήσουν. Ακόμα και στην αγορά των ανθρώπων αν πήγαιναν, ό,τι θα είχαν για πούλημα, τα ξωτικά το είχανε καλύτερα φτιαγμένο, μιας και αυτά δεν σταματούσαν να δουλεύουν ποτέ τους και ήταν άριστοι τεχνίτες, ακόμα και εάν προσπαθούσανε να πουλήσουν φθηνότερα από τα ξωτικά πάλι κανείς δεν θα προτιμούσε τα στρουμφοπροϊόντα γιατί υπήρχαν και οι καλικάντζαροι. Αυτοί ότι φτιάχνανε ήταν πρόχειρο και απλό αλλά επειδή ήταν πάρα πολλοί και φτιάχνανε πολλά πράγματα, ήταν και πάρα πολύ φτηνό.
Όχου, αναποδιά, ό,τι ξέρανε τα κακόμοιρα να κάνουν, το είχαν ξεχάσει τόσο καιρό, αλλά και ό,τι θυμόντουσαν να κάνουν, δεν μπορούσαν να το πουλήσουν εύκολα γιατί δεν μπορούσαν να το κάνουν ούτε τόσο φτηνό όσο των καλικάντζαρων αλλά ούτε τόσο καλό όσο των ξωτικών. Και τώρα; Σε λίγους μήνες έπρεπε να βρούνε τα χρήματα για να πληρώσουν το δάνειο και κανείς δεν ήθελε να τους βοηθήσει, δίνοντας τους χρήματα, γιατί όλοι ξέρανε ότι τα στρουμφάκια δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να ξεπληρώσουν. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνουν;
Το πώς τελειώνει αυτή η ιστορία δεν το ξέρω, εάν εντοπίσατε κάποιες ομοιότητες με… πραγματικές συνθήκες, δεν είναι καθόλου τυχαίες και συμπτωματικές, όποιος μας πει τι πρέπει να κάνουν τα στρουμφάκια για να σώσουν το χωριό τους, θα έχει καταφέρει να δώσει μία απάντηση σε ένα πρόβλημα που παρουσιάζεται με πολύ πιο σύνθετη φρασεολογία αλλά στην ουσία αποτελεί ακριβώς την ίδια κατάσταση. Λοιπόν, καλά μου «στρουμφάκια», τι λέτε να στρουμφίσουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου